- κωλοσφούγγι
- τό1) туалетная бумага; 2) перен. бумажонка (презр, о документе)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κωλοσφούγγι — το 1. μέσο και ιδίως χαρτί με το οποίο καθαρίζει κάποιος τον πρωκτό του 2. κάθε χαρτί ή έγγραφο που δεν έχει καμιά αξία, κουρελόχαρτο … Dictionary of Greek
κωλο- — (Μ κωλο ) α συνθετικό λέξεων, κυρίως τής Νέας Ελληνικής, που ανάγεται στον τ. κώλος και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό αναφέρεται στα οπίσθια ανθρώπου ή ζώου (κωλομέρι, κωλόπανο, κωλόχαρτο). Η μορφή χρησιμοποιείται συχνά με… … Dictionary of Greek